-
1 ἀπολογία
ἀπολογ-ία, ἡ,A speech in defence, opp. κατηγορία, Antipho6.7, Th.3.61, Pl.Ap. 28a, etc.; ἀ. ποιεῖσθαι to make a defence, Is.6.62;ἀ. ποιεῖσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον τῶν τοῦ πατρὸς ἀδικημάτων Lys.14.29
;τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Hyp.Eux.31
;ἀ. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.16
; expl. by πληροφορία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολογία
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский